προστερνίδιο

προστερνίδιο
το / προστερνίδιον, ΝΑ [πρόστερνος]
1. (στην αρχαιότητα) ψεύτικο στήθος το οποίο προσάρμοζαν οι ηθοποιοί στον θώρακά τους για να φαίνονται παχύτεροι
2. κάλυμμα ή κόσμημα στο στέρνο τού αλόγου
νεοελλ.
δερμάτινος ιμάντας που προσαρμόζεται στο στήθος υποζυγίου και συγκρατεί τη σέλλα ή το σαμάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπροστινέλα — η [μπροστινός] το μέρος τής ζευκτηρίας που προσαρμόζεται στη σαγή τού στήθους τών υποζυγίων, κυρίως τών αλόγων, και χρησιμεύει για την έλξη, προστερνίδιο, περιστήθιο …   Dictionary of Greek

  • περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στηθάρι — το / στηθάριον, ΝΜΑ [στῆθος] προτομή νεοελλ. μσν. προστερνίδιο ίππου …   Dictionary of Greek

  • στηθιστήρ — ῆρος, ὁ, Α προστερνίδιο ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιστήρ (πρβλ. βραχιον ιστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • υποστερνίδιο — το, Ν [υποστέρνιο] εξάρτημα σαγής, το προστερνίδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”