μπροστινέλα — η [μπροστινός] το μέρος τής ζευκτηρίας που προσαρμόζεται στη σαγή τού στήθους τών υποζυγίων, κυρίως τών αλόγων, και χρησιμεύει για την έλξη, προστερνίδιο, περιστήθιο … Dictionary of Greek
περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… … Dictionary of Greek
στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
στηθάρι — το / στηθάριον, ΝΜΑ [στῆθος] προτομή νεοελλ. μσν. προστερνίδιο ίππου … Dictionary of Greek
στηθιστήρ — ῆρος, ὁ, Α προστερνίδιο ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιστήρ (πρβλ. βραχιον ιστήρ)] … Dictionary of Greek
υποστερνίδιο — το, Ν [υποστέρνιο] εξάρτημα σαγής, το προστερνίδιο … Dictionary of Greek